αποστραβωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστραβωμένος η αποστραβωμένη το αποστραβωμένο
      γενική του αποστραβωμένου της αποστραβωμένης του αποστραβωμένου
    αιτιατική τον αποστραβωμένο την αποστραβωμένη το αποστραβωμένο
     κλητική αποστραβωμένε αποστραβωμένη αποστραβωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστραβωμένοι οι αποστραβωμένες τα αποστραβωμένα
      γενική των αποστραβωμένων των αποστραβωμένων των αποστραβωμένων
    αιτιατική τους αποστραβωμένους τις αποστραβωμένες τα αποστραβωμένα
     κλητική αποστραβωμένοι αποστραβωμένες αποστραβωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστραβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποστραβώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

αποστραβωμένος, -η, -ο

  1. που έχει αποστραβωθεί, που δεν βλέπει τίποτα
  2. (μεταφορικά) που έχει βυθιστεί στην αμάθεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]