αρραβώνιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρραβώνιαστος < υποθετικός τύπος *αρραβωνιαστός (< αρραβωνιάζω) με μετακίνηση τόνου για στερητική σημασία (παραβάλετε το άγγιχτος, σημασία ανέγγιχτος, αρίθμητος, σημασία αναρίθμητος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾaˈno.ɲa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρα‐βώ‐νια‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
αρραβώνιαστος, -η, -ο
- (σπάνιο) που δεν έχει αρραβωνιαστεί
- ↪ Έμεινε ανύπαντρη και αρραβώνιαστη.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρραβώνιαστος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αρραβώνιαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας