αστρονόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀστρονόμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αστρονόμος οι αστρονόμοι
      γενική του/της αστρονόμου των αστρονόμων
    αιτιατική τον/την αστρονόμο τους/τις αστρονόμους
     κλητική αστρονόμε αστρονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστρονόμος < αρχαία ελληνική ἀστρονόμος < ἄστρον + νέμω. Συγχρονικά αναλύεται σε αστρο- + -νόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστρονόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις άστρο, νόμος και νέμω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]