ασφαιρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασφαιρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aspherical < αρχαία ελληνική σφαιρικός < σφαῖρα
Επίθετο[επεξεργασία]
ασφαιρικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) (για φακό) του οποίου η καμπύλη επιφάνεια δεν εφαρμόζει ακριβώς στο σχήμα μιας σφαίρας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σφαίρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασφαιρικός