ασφαλίσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασφαλίσιμος < ασφαλισ- (ασφαλίζω) + -ιμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική insurable
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.sfaˈli.si.mos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ασφαλίσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να ασφαλιστεί, που είναι δυνατόν να ασφαλιστεί
[επεξεργασία]
- ασφαλισιμότητα
- → δείτε τις λέξεις ασφαλίζω, ασφάλεια και σφάλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασφαλίσιμος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιμος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)