αυτοϊκανοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοϊκανοποιημένος η αυτοϊκανοποιημένη το αυτοϊκανοποιημένο
      γενική του αυτοϊκανοποιημένου της αυτοϊκανοποιημένης του αυτοϊκανοποιημένου
    αιτιατική τον αυτοϊκανοποιημένο την αυτοϊκανοποιημένη το αυτοϊκανοποιημένο
     κλητική αυτοϊκανοποιημένε αυτοϊκανοποιημένη αυτοϊκανοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοϊκανοποιημένοι οι αυτοϊκανοποιημένες τα αυτοϊκανοποιημένα
      γενική των αυτοϊκανοποιημένων των αυτοϊκανοποιημένων των αυτοϊκανοποιημένων
    αιτιατική τους αυτοϊκανοποιημένους τις αυτοϊκανοποιημένες τα αυτοϊκανοποιημένα
     κλητική αυτοϊκανοποιημένοι αυτοϊκανοποιημένες αυτοϊκανοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοϊκανοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αυτοϊκανοποιούμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

αυτοϊκανοποιημένος

  1. ο αυνανιζόμενος
  2. ο αυτάρκης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]