αφηγηματολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφηγηματολογικός η αφηγηματολογική το αφηγηματολογικό
      γενική του αφηγηματολογικού της αφηγηματολογικής του αφηγηματολογικού
    αιτιατική τον αφηγηματολογικό την αφηγηματολογική το αφηγηματολογικό
     κλητική αφηγηματολογικέ αφηγηματολογική αφηγηματολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφηγηματολογικοί οι αφηγηματολογικές τα αφηγηματολογικά
      γενική των αφηγηματολογικών των αφηγηματολογικών των αφηγηματολογικών
    αιτιατική τους αφηγηματολογικούς τις αφηγηματολογικές τα αφηγηματολογικά
     κλητική αφηγηματολογικοί αφηγηματολογικές αφηγηματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφηγηματολογικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική narratologique. Μορφολογικά αναλύεται σε αφηγηματολογ(ία) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fi.ʝi.ma.to.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φη‐γη‐μα‐το‐λο‐γι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

αφηγηματολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]