βαρυγκομισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
βαρυγκομισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαρυγκομάω / βαρυγκομώ
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- βαρυγκωμισμένος (ετυμολογική γραφή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις βαρυγκωμάω, βαρύς και γνώμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρυγκομισμένος
|