βενετοκρατούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βενετοκρατούμενος < Βενετ(ός) + (ενετο)κρατούμενος, μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος ενετοκρατούμαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ve.ne.to.kɾaˈtu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐νε‐το‐κρα‐τού‐με‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]βενετοκρατούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις Βενετός, Ενετός, κρατούμενος και κρατώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βενετοκρατούμενος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- «βενετοκρατούμενος» - Σώματα Κειμένων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- → και δείτε τις λέξεις ενετοκρατούμενος και ενετοκρατούμαι