γαλέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλέτα | οι | γαλέτες |
γενική | της | γαλέτας | — | |
αιτιατική | τη | γαλέτα | τις | γαλέτες |
κλητική | γαλέτα | γαλέτες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλέτα θηλυκό
- (γαστρονομία) είδος ψωμιού υπερβολικά αφυδατωμένου και σκληρού που χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό
- (γαστρονομία) (κατ' επέκταση) κάθε ψωμί που είναι ξερό
- (γαστρονομία): τριμμένη φρυγανιά που χρησιμοποιείται για το πανάρισμα τροφίμων πριν το τηγάνισμα.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)