γιδίσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιδίσιος η γιδίσια το γιδίσιο
      γενική του γιδίσιου της γιδίσιας του γιδίσιου
    αιτιατική τον γιδίσιο τη γιδίσια το γιδίσιο
     κλητική γιδίσιε γιδίσια γιδίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιδίσιοι οι γιδίσιες τα γιδίσια
      γενική των γιδίσιων των γιδίσιων των γιδίσιων
    αιτιατική τους γιδίσιους τις γιδίσιες τα γιδίσια
     κλητική γιδίσιοι γιδίσιες γιδίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιδίσιος < γίδ(α) + -ίσιος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝiˈði.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γι‐δί‐σιος

Επίθετο[επεξεργασία]

γιδίσιος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]