γκαιμπελικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκαιμπελικός < Γκαίμπελς + -ικός < γερμανική Paul Joseph Goebbels
Επίθετο[επεξεργασία]
γκαιμπελικός
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με τον Γιόζεφ Γκαίμπελς, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (μεταφορικά) που έχει σχέση με παραπληροφόρηση, προπαγάνδα, αθέμιτη συμπεριφορά και συκοφαντία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκαιμπελικός
|