γκαιμπελικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκαιμπελικός η γκαιμπελική το γκαιμπελικό
      γενική του γκαιμπελικού της γκαιμπελικής του γκαιμπελικού
    αιτιατική τον γκαιμπελικό την γκαιμπελική το γκαιμπελικό
     κλητική γκαιμπελικέ γκαιμπελική γκαιμπελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκαιμπελικοί οι γκαιμπελικές τα γκαιμπελικά
      γενική των γκαιμπελικών των γκαιμπελικών των γκαιμπελικών
    αιτιατική τους γκαιμπελικούς τις γκαιμπελικές τα γκαιμπελικά
     κλητική γκαιμπελικοί γκαιμπελικές γκαιμπελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκαιμπελικός < Γκαίμπελς + -ικός < γερμανική Paul Joseph Goebbels

Επίθετο[επεξεργασία]

γκαιμπελικός

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με τον Γιόζεφ Γκαίμπελς, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (μεταφορικά) που έχει σχέση με παραπληροφόρηση, προπαγάνδα, αθέμιτη συμπεριφορά και συκοφαντία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]