γλυκύφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλυκύφωνος < ελληνιστική κοινή γλυκύφωνος < αρχαία ελληνική γλυκύς + φωνή. Μορφολογικά αναλύεται σε γλυκύ- + -φωνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣliˈci.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐κύ‐φω‐νος
Επίθετο
[επεξεργασία]γλυκύφωνος, -η, -ο
- (κτητικό σύνθετο) που έχει γλυκιά, όμορφη φωνή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλυκύφωνος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γλυκύ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φωνος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κτητικά σύνθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)