εκθετήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ek.θeˈti.ɾi.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκθετήριο ουδέτερο
- κτήριο, αίθουσα ή γενικότερα χώρος όπου εκτίθενται διάφορα πράγματα: καλλιτεχνήματα, εμπορεύματα κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκθετήριο
|