εκπτωτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]εκπτωτικός
- που έχει σχέση με έκπτωση αναφέρεται σ’ αυτή, αναλογεί σε έκπτωση ή δίνει το δικαίωμα έκπτωσης
- εκπτωτικό κουπόνι
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκπτωτικός
|