κουπόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουπόνι | τα | κουπόνια |
γενική | του | κουπονιού | των | κουπονιών |
αιτιατική | το | κουπόνι | τα | κουπόνια |
κλητική | κουπόνι | κουπόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουπόνι ουδέτερο
- χάρτινο απόκομμα από έγγραφο, έντυπο ή συσκευασία προϊόντος που δίνει στον κάτοχό του δικαίωμα σε έκπτωση, δώρο, παροχή υπηρεσίας κ.λπ
- εκπτωτικό κουπόνι
- με τα κουπόνια της εφημερίδας απέκτησα μια δωδεκάτομη εγκυκλοπαίδεια
- το απόκομμα που αντιστοιχεί σε ορισμένο ποσό, το οποίο έχει δοθεί για οικονομική ενίσχυση πολιτικού κόμματος, σωματείου, φιλανθρωπικού οργανισμού κ.λπ.
- κάθε μέλος του κόμματος αναλαμβάνει να πουλήσει κουπόνια για την ετήσια οικονομική εξόρμηση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)