εμπροσθοβαρής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπροσθοβαρής η εμπροσθοβαρής το εμπροσθοβαρές
      γενική του εμπροσθοβαρούς* της εμπροσθοβαρούς του εμπροσθοβαρούς
    αιτιατική τον εμπροσθοβαρή την εμπροσθοβαρή το εμπροσθοβαρές
     κλητική εμπροσθοβαρή(ς) εμπροσθοβαρής εμπροσθοβαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπροσθοβαρείς οι εμπροσθοβαρείς τα εμπροσθοβαρή
      γενική των εμπροσθοβαρών των εμπροσθοβαρών των εμπροσθοβαρών
    αιτιατική τους εμπροσθοβαρείς τις εμπροσθοβαρείς τα εμπροσθοβαρή
     κλητική εμπροσθοβαρείς εμπροσθοβαρείς εμπροσθοβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπροσθοβαρής < έμπροσθ(εν) + -ο- + βάρ(ος) + -ής (1. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nose-heavy· 2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική front-loaded)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /em.bɾo.sθo.vaˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐μπρο‐σθο‐βα‐ρής

Επίθετο[επεξεργασία]

εμπροσθοβαρής, -ής, -ές

  1. (νεολογισμός) που έχει το βάρος μπροστά
  2. (νεολογισμός, οικονομία) που ολοκληρώνεται ή εκπληρώνεται (τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του) στο πρώτο μέρος ενός χρονικού διαστήματος
    οι δανειστές απαιτούν μία εμπροσθοβαρή, αξιόπιστη και πλήρως καταγεγραμμένη διαδικασία μεταρρυθμίσεων, η οποία θα σχετίζεται με απαραίτητους στόχους δημοσιονομικής πολιτικής
    η αξιοποίηση της επένδυσης από τη «λάμδα αναπτυξιακή» αναμένεται να έχει μια εμπροσθοβαρή θετική επίπτωση στην καταπολέμηση της ανεργίας και στην αναζωπύρωση του κατασκευαστικού τομέα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr