εμπροσθοβαρής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπροσθοβαρής < έμπροσθ(εν) + -ο- + βάρ(ος) + -ής (1. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nose-heavy· 2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική front-loaded)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /em.bɾo.sθo.vaˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπρο‐σθο‐βα‐ρής
Επίθετο[επεξεργασία]
εμπροσθοβαρής, -ής, -ές
- (νεολογισμός) που έχει το βάρος μπροστά
- (νεολογισμός, οικονομία) που ολοκληρώνεται ή εκπληρώνεται (τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του) στο πρώτο μέρος ενός χρονικού διαστήματος
- οι δανειστές απαιτούν μία εμπροσθοβαρή, αξιόπιστη και πλήρως καταγεγραμμένη διαδικασία μεταρρυθμίσεων, η οποία θα σχετίζεται με απαραίτητους στόχους δημοσιονομικής πολιτικής
- η αξιοποίηση της επένδυσης από τη «λάμδα αναπτυξιακή» αναμένεται να έχει μια εμπροσθοβαρή θετική επίπτωση στην καταπολέμηση της ανεργίας και στην αναζωπύρωση του κατασκευαστικού τομέα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπροσθοβαρής
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)