εμφιαλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμφιαλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εμφιαλώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
εμφιαλωμένος -η -ο
- για υγρά που έχουν εμφιαλωθεί, που διατίθενται στην αγορά σε τυποποιημένη συσκευασία, σε φιάλες
- εμφιαλωμένο νερό