ενδορφίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδορφίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endorphin < endo- + morphine < αρχαία ελληνική ἔνδον + Μορφεύς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενδορφίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) φυσική χημική ουσία που παράγεται στον εγκέφαλο και στον νωτιαίο μυελό, γνωστή για τις αναλγητικές και ευφορικές της ιδιότητες, ως απάντηση του οργανισμού σε πόνο, άγχος ή σωματική άσκηση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ενδορφίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)