ενορχηστρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενορχηστρωμένος η ενορχηστρωμένη το ενορχηστρωμένο
      γενική του ενορχηστρωμένου της ενορχηστρωμένης του ενορχηστρωμένου
    αιτιατική τον ενορχηστρωμένο την ενορχηστρωμένη το ενορχηστρωμένο
     κλητική ενορχηστρωμένε ενορχηστρωμένη ενορχηστρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενορχηστρωμένοι οι ενορχηστρωμένες τα ενορχηστρωμένα
      γενική των ενορχηστρωμένων των ενορχηστρωμένων των ενορχηστρωμένων
    αιτιατική τους ενορχηστρωμένους τις ενορχηστρωμένες τα ενορχηστρωμένα
     κλητική ενορχηστρωμένοι ενορχηστρωμένες ενορχηστρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενορχηστρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενορχηστρώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ενορχηστρωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ενορχηστρώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]