επίμεμπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίμεμπτος < ελληνιστική κοινή ἐπίμεμπτος < ἐπί + αρχαία ελληνική μεμπτός < μέμφομαι
Επίθετο
[επεξεργασία]επίμεμπτος
- (λόγιο) που τον κατηγορούμε ή είναι δυνατόν να τον κατηγορήσουμε / μεμφθούμε
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μέμφομαι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίμεμπτος