ευβουλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐβουλία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευβουλία οι ευβουλίες
      γενική της ευβουλίας των ευβουλιών
    αιτιατική την ευβουλία τις ευβουλίες
     κλητική ευβουλία ευβουλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευβουλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐβουλία < εὔβουλος < εὖ + βουλή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.vuˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐βου‐λί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ευβουλία θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]