ευόφθαλμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐόφθαλμος, εξόφθαλμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευόφθαλμος η ευόφθαλμη το ευόφθαλμο
      γενική του ευόφθαλμου της ευόφθαλμης του ευόφθαλμου
    αιτιατική τον ευόφθαλμο την ευόφθαλμη το ευόφθαλμο
     κλητική ευόφθαλμε ευόφθαλμη ευόφθαλμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευόφθαλμοι οι ευόφθαλμες τα ευόφθαλμα
      γενική των ευόφθαλμων των ευόφθαλμων των ευόφθαλμων
    αιτιατική τους ευόφθαλμους τις ευόφθαλμες τα ευόφθαλμα
     κλητική ευόφθαλμοι ευόφθαλμες ευόφθαλμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευόφθαλμος < αρχαία ελληνική εὐόφθαλμος

Επίθετο[επεξεργασία]

ευόφθαλμος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]