ευόφθαλμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευόφθαλμος < αρχαία ελληνική εὐόφθαλμος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευόφθαλμος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευόφθαλμος