ευόφθαλμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευόφθαλμος < αρχαία ελληνική εὐόφθαλμος
Επίθετο
[επεξεργασία]ευόφθαλμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευόφθαλμος