εφιαλτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφιαλτικός < ελληνιστική κοινή ἐφιαλτικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cauchemardesque)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.fi.al.tiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
εφιαλτικός
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφιαλτικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)