ιλιγγιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιλιγγιώδης < αρχαία ελληνική ἰλιγγιώδης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.liŋ.ɟiˈo.ðis/
Επίθετο[επεξεργασία]
ιλιγγιώδης, -ης, -ες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ιλιγγιωδώς
- → δείτε τη λέξη ίλιγγος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιλιγγιώδης