καλοεξετασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοεξετασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καλοεξετάζω. Αναλύεται σε καλο- + εξετασμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
καλοεξετασμένος, -η, -ο
- που έχει καλοεξεταστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καλοεξετάζω, καλός και εξετάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοεξετασμένος
|