καλπονοθεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλπονοθεία οι καλπονοθείες
      γενική της καλπονοθείας των καλπονοθειών
    αιτιατική την καλπονοθεία τις καλπονοθείες
     κλητική καλπονοθεία καλπονοθείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλπονοθεία < κάλπη + -ο- + νοθεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλπονοθεία θηλυκό

  1. η νόθευση των εκλογικών αποτελεσμάτων και της βούλησης του εκλογικού σώματος με ποικίλους δόλιους τρόπους
  2. (κατ’ επέκταση) η νόθευση της αλήθειας, η παραποίησή της
     συνώνυμα: δολίευση, καταδολίευση, εξαπάτηση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]