καμάρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμάρωμα < καμαρώ(νω) + -μα
- καμάρωμα < ελληνιστική κοινή καμάρωμα < καμαρόω / καμαρῶ < αρχαία ελληνική καμάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂em- (καμπή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμάρωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καμαρώνω
- ο σχηματισμός καμάρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμάρωμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)