καταβιβασμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καταβιβασμός | οἱ | καταβιβασμοί | ||||
| γενική | τοῦ | καταβιβασμοῦ | τῶν | καταβιβασμῶν | ||||
| δοτική | τῷ | καταβιβασμῷ | τοῖς | καταβιβασμοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | καταβιβασμόν | τοὺς | καταβιβασμούς | ||||
| κλητική ὦ! | καταβιβασμέ | καταβιβασμοί | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταβιβασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταβιβασμός. Συγχρονικά αναλύεται σε καταβιβάζ(ω) + -μός. Παραβάλετε αναβιβασμός.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.vi.vaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βι‐βα‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταβιβασμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταβιβάζω
- (επίσημο) η μείωση ενός πράγματος
- (επίσημο, μεταφορικά) η μείωση ενός προσώπου
Υπέστη καταβιβασμός στον χώρο εργασίας του.- ≈ συνώνυμα: υποβάθμιση
- (γραμματική) η μετακίνηση τόνου προς την επόμενη συλλαβή, το τέλος της λέξεως, την λήγουσα
- ※ Ἀλλὰ τότε πόθεν οὗτος ὁ τοῦ τόνου καταβιβασμὸς, ὁ ἀντιβαίνων εἰς τὸν κανόνα τὸν λέγοντα, ὅτι τὰ θηλυκὰ τῶν προπαροξυτόνων τριτοκλίτων ἐπιθέτων ἔχουσι προπαροξύτονον τὴν πληθυντικὴν ὀνομαστικὴν;
- 1850-51 συγγραφέας: Ανώνυμος, Πανδώρα, Τόμος 1, Τεῦχος 1, Φιλολογικὴ σημείωσις, Απρίλιος 1850-Απρίλιος 1851, σελ. 24
- ≈ συνώνυμα: καταβίβαση, κατέβασμα
- ≠ αντώνυμα: αναβιβασμός, αναβίβαση
- ※ Ἀλλὰ τότε πόθεν οὗτος ὁ τοῦ τόνου καταβιβασμὸς, ὁ ἀντιβαίνων εἰς τὸν κανόνα τὸν λέγοντα, ὅτι τὰ θηλυκὰ τῶν προπαροξυτόνων τριτοκλίτων ἐπιθέτων ἔχουσι προπαροξύτονον τὴν πληθυντικὴν ὀνομαστικὴν;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταβιβασμός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| κᾰτᾰβῐβᾰσμ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | καταβιβασμός | οἱ | καταβιβασμοί | ||||
| γενική | τοῦ | καταβιβασμοῦ | τῶν | καταβιβασμῶν | ||||
| δοτική | τῷ | καταβιβασμῷ | τοῖς | καταβιβασμοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | καταβιβασμόν | τοὺς | καταβιβασμούς | ||||
| κλητική ὦ! | καταβιβασμέ | καταβιβασμοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταβιβασμώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταβιβασμοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταβιβασμός < καταβιβαζ(ω) + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταβιβασμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- η μείωση, το χαμήλωμα
- (γραμματική) ο καταβιβασμός, η μετακίνηση του τόνου προς την επόμενη συλλαβή, προς την λήγουσα
Πηγές
[επεξεργασία]- καταβιβασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (καθαρεύουσα)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -μός (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Γραμματική (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)