καταβιβασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταβιβασμός < αρχαία ελληνική καταβιβασμός < καταβιβ(άζω) + -ασμός < κατά + βιβάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταβιβασμός αρσενικό
- (επίσημο) κατέβασμα, καταβίβαση, μείωση, χαμήλωμα
- (γραμματική) η μετακίνηση τόνου προς την επόμενη συλλαβή, το τέλος της λέξεως, τη λήγουσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταβιβασμός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- καταβιβασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- καταβιβασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας