καταρώμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταρώμενος < αρχαία ελληνική καταρώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος καταρῶμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
καταρώμενος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καταριέμαι και κατάρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταρώμενος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)