κεμέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεμέρι τα κεμέρια
      γενική του κεμεριού των κεμεριών
    αιτιατική το κεμέρι τα κεμέρια
     κλητική κεμέρι κεμέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεμέρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كمر (kemer, ζώνη) (τουρκική kemer) + < περσική کمر (kamar, μέση, ζώνη)[1][2])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ceˈme.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐μέ‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεμέρι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, λαϊκότροπο) ζώνη με θήκες για τη φύλαξη των χρημάτων
  2. (παρωχημένο, λαϊκότροπο) πορτοφόλι, κομπόδεμα
    ※  Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό / ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό.
    Από το τραγούδι «Κεμάλ», σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι
  3. (παρωχημένο, συνεκδοχικά) τα χρήματα που αποταμιεύουμε
     συνώνυμα: κομπόδεμα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κεμέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Steingass, Francis Joseph (1892), کمر, A Comprehensive Persian–English dictionary, London: Routledge & K. Paul

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014