κεμέρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεμέρι | τα | κεμέρια |
γενική | του | κεμεριού | των | κεμεριών |
αιτιατική | το | κεμέρι | τα | κεμέρια |
κλητική | κεμέρι | κεμέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ceˈme.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐μέ‐ρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κεμέρι ουδέτερο
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) ζώνη με θήκες για τη φύλαξη των χρημάτων
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) πορτοφόλι, κομπόδεμα
- ※ Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό / ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό.
- Από το τραγούδι «Κεμάλ», σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι
- ※ Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό / ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό.
- (παρωχημένο, συνεκδοχικά) τα χρήματα που αποταμιεύουμε
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κιμέρι (→ δείτε και παράθεμα )
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κεμέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Steingass, Francis Joseph (1892), کمر, A Comprehensive Persian–English dictionary, London: Routledge & K. Paul
Πηγές
[επεξεργασία]- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)