κλειτοριδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλειτοριδικός < κλειτορίδα + -ικός < ελληνιστική κοινή κλειτορίς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱlei-[1] / *ḱley- (κλίνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kli.to.ɾi.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐το‐ρι‐δι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
κλειτοριδικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την κλειτορίδα ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλειτορίδα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλειτοριδικός
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)