κοπτοπλακοῦς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοπτοπλακοῦς οἱ κοπτοπλακοῦντες
      γενική τοῦ κοπτοπλακοῦντος τῶν κοπτοπλακούντων
      δοτική τῷ κοπτοπλακοῦντ τοῖς κοπτοπλακοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κοπτοπλακοῦντ τοὺς κοπτοπλακοῦντᾰς
     κλητική ! κοπτοπλακοῦς κοπτοπλακοῦντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοπτοπλακοῦντε
γεν-δοτ τοῖν  κοπτοπλακούντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπτοπλακοῦς < κοπτό(ς) + πλακοῦς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοπτοπλακοῦς αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]