κροκαλοπαγής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κροκαλοπαγής | η | κροκαλοπαγής | το | κροκαλοπαγές |
γενική | του | κροκαλοπαγούς* | της | κροκαλοπαγούς | του | κροκαλοπαγούς |
αιτιατική | τον | κροκαλοπαγή | την | κροκαλοπαγή | το | κροκαλοπαγές |
κλητική | κροκαλοπαγή(ς) | κροκαλοπαγής | κροκαλοπαγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κροκαλοπαγείς | οι | κροκαλοπαγείς | τα | κροκαλοπαγή |
γενική | των | κροκαλοπαγών | των | κροκαλοπαγών | των | κροκαλοπαγών |
αιτιατική | τους | κροκαλοπαγείς | τις | κροκαλοπαγείς | τα | κροκαλοπαγή |
κλητική | κροκαλοπαγείς | κροκαλοπαγείς | κροκαλοπαγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κροκαλοπαγής, -ής, -ές
- (ορυκτολογία) για πέτρωμα, κροκαλοπαγές είναι το ιζηματογενές συμπαγές πέτρωμα που προήλθε από τη συγκόλληση κροκαλών (σχετικά στρογγυλών κομματιών), σε αντιδιαστολή προς το λατυποπαγές, που προέκυψε από συγγκόληση γωνιωδών κομματιών (λατύπη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κροκαλοπαγής