κτενιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κτενιζόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (κτενίζομαι) του ρήματος κτενίζω
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 208.3
- τοὺς μὲν δὴ ὥρα γυμναζομένους τῶν ἀνδρῶν, τοὺς δὲ τὰς κόμας κτενιζομένους.
- Έβλεπε λοιπόν άλλους άντρες να γυμνάζονται κι άλλους να χτενίζουν τα μαλλιά τους.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τοὺς μὲν δὴ ὥρα γυμναζομένους τῶν ἀνδρῶν, τοὺς δὲ τὰς κόμας κτενιζομένους.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 208.3
Πηγές[επεξεργασία]
- κτενίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτενίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές μεσοπαθητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)