κυδοιμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κυδοιμός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυδοιμός οἱ κυδοιμοί
      γενική τοῦ κυδοιμοῦ τῶν κυδοιμῶν
      δοτική τῷ κυδοιμ τοῖς κυδοιμοῖς
    αιτιατική τὸν κυδοιμόν τοὺς κυδοιμούς
     κλητική ! κυδοιμέ κυδοιμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυδοιμώ
γεν-δοτ τοῖν  κυδοιμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυδοιμός < αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με τον Beekes μάλλον έχει προελληνική προέλευση δεδομένου ότι η δομή της λέξης είναι ασυνήθιστη. Δεν φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση με το ρήμα κυδάζομαι.[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυδοιμός, -οῦ αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v.- κυδοιμός σελ. 796 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]