λασποσκεπής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λασποσκεπής | η | λασποσκεπής | το | λασποσκεπές |
γενική | του | λασποσκεπούς* | της | λασποσκεπούς | του | λασποσκεπούς |
αιτιατική | τον | λασποσκεπή | τη | λασποσκεπή | το | λασποσκεπές |
κλητική | λασποσκεπή(ς) | λασποσκεπής | λασποσκεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λασποσκεπείς | οι | λασποσκεπείς | τα | λασποσκεπή |
γενική | των | λασποσκεπών | των | λασποσκεπών | των | λασποσκεπών |
αιτιατική | τους | λασποσκεπείς | τις | λασποσκεπείς | τα | λασποσκεπή |
κλητική | λασποσκεπείς | λασποσκεπείς | λασποσκεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λασποσκεπής, -ής, -ές
- που σκεπάζεται από λάσπη
- ※ Ο εξωτερικός φέρων τοίχος έχει μέσο πάχος 50 εκατοστά με μικρά ανοίγματα και αποτελούσε την εξωτερική πλευρά ξύλινων κελιών που ήταν κατασκευασμένα, ως πατάρια πάνω από την είσοδο σε υψηλότερο επίπεδο από τη στάθμη του ναού και στεγάζονταν με ξύλινη, μονόριχτη, λασποσκεπή στέγη. (Δήμητρα Βλαχάβα, Σοφία Φαραζούμη, «Ασκηταριό Αγίου Νικολάου στον Γάβρο Χασίων. Πρόταση αποκατάστασης», Τρικαλινά, 38 (2018) 239)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λασποσκεπής
|