λουτρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λουτρικός < ελληνιστική κοινή λουτρικός < αρχαία ελληνική λουτρόν < λούω
Επίθετο
[επεξεργασία]λουτρικός
- που έχει σχέση με λουτρό ή λουτρά, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Κολύμβηση κατά προτίμηση σε πρωινές ή απογευματινές ώρες σε λουτρικές εγκαταστάσεις με ναυαγοσωστική φύλαξη. (https://eody.gov.gr, 3/7/2019)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λουτρικός