μακροπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακροπρόσωπος < ελληνιστική κοινή μακροπρόσωπος < αρχαία ελληνική μακρός + πρόσωπον
Επίθετο[επεξεργασία]
μακροπρόσωπος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακροπρόσωπος
|