μεγαλιθικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλιθικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mégalithique[1] < αρχαία ελληνική μέγας + λίθος
Επίθετο
[επεξεργασία]μεγαλιθικός
- (αρχαιολογία) που αποτελείται από μεγάλους λίθους / ογκόλιθους ή αναφέρεται σε σχετικό πολιτισμό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγαλιθικός
|
- ↑ μεγαλιθικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)