μελάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελάτος η μελάτη το μελάτο
      γενική του μελάτου της μελάτης του μελάτου
    αιτιατική τον μελάτο τη μελάτη το μελάτο
     κλητική μελάτε μελάτη μελάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελάτοι οι μελάτες τα μελάτα
      γενική των μελάτων των μελάτων των μελάτων
    αιτιατική τους μελάτους τις μελάτες τα μελάτα
     κλητική μελάτοι μελάτες μελάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
μελάτο αυγό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μελάτος < μέλ(ι) + -άτος[1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

μελάτος -η, -ο

  1. (γαστρονομία, για αβγό) που είναι βραστό, με τρόπο ώστε ο κρόκος να είναι ακόμα ρευστός
  2. (λογοτεχνικό) που είναι πολύ γλυκός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]