μεταφράσας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεταφράσας & μεταφράσαντας |
η | μεταφράσασα | το | μεταφράσαν |
γενική | του | μεταφράσαντος & μεταφράσαντα |
της | μεταφράσασας & μεταφρασάσης* |
του | μεταφράσαντος |
αιτιατική | τον | μεταφράσαντα | τη | μεταφράσασα | το | μεταφράσαν |
κλητική | μεταφράσας & μεταφράσαντα |
μεταφράσασα | μεταφράσαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεταφράσαντες | οι | μεταφράσασες | τα | μεταφράσαντα |
γενική | των | μεταφρασάντων | των | μεταφρασασών | των | μεταφρασάντων |
αιτιατική | τους | μεταφράσαντες | τις | μεταφράσασες | τα | μεταφράσαντα |
κλητική | μεταφράσαντες | μεταφράσασες | μεταφράσαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταφράσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταφράσας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος μεταφράζω
Μετοχή[επεξεργασία]
μεταφράσας, -ασα, -αν
- (νομικός όρος, για δικηγόρο) εκείνος που μετέφρασε ένα έγγραφο, ο μεταφράστης
- ↪ (Στο τέλος μεταφράσεως ξένου εγγράφου στην Ελληνική) Ο βεβαιών και μεταφράσας Δικηγόρος <υπογραφή>
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφράσας
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'λήξας' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λήξας' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)