μητριαρχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητριαρχία οι μητριαρχίες
      γενική της μητριαρχίας των μητριαρχιών
    αιτιατική τη μητριαρχία τις μητριαρχίες
     κλητική μητριαρχία μητριαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μητριαρχία < μήτηρ + -ι- + -αρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική matriarcat)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.tɾi.aɾ.çi.aˈ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μητριαρχία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]