μονωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μονώνω. Δείτε και μεμονωμένος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.noˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
μονωμένος, -η, -ο
- που έχει μονωθεί
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- μεμονωμένος (που είναι μοναδικός)
- μονωμένος (που έχει μονωθεί)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονωμένος
|