μπαμπουλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαμπουλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπαμπουλώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
μπαμπουλωμένος -η -ο
- που έχει το κεφάλι καλυμμένο με μαντίλα ή κασκόλ
- που είναι υπερβολικά ντυμένος (με πολλά ζεστά ρούχα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαμπουλωμένος
|