νεκρή φύση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκρή φύση οι νεκρές φύσεις
      γενική της νεκρής φύσης των νεκρών φύσεων
    αιτιατική τη νεκρή φύση τις νεκρές φύσεις
     κλητική νεκρή φύση νεκρές φύσεις
Παράρτημα:Ουσιαστικά
έργο νεκρής φύσης

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεκρή φύση < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nature morte → δείτε τις λέξεις νεκρός και φύση[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.ˈkɾi ˈfi.si/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

νεκρή φύση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)