νιτρώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νιτρώδης | η | νιτρώδης | το | νιτρώδες |
γενική | του | νιτρώδους | της | νιτρώδους | του | νιτρώδους |
αιτιατική | τον | νιτρώδη | τη | νιτρώδη | το | νιτρώδες |
κλητική | νιτρώδη(ς) | νιτρώδης | νιτρώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νιτρώδεις | οι | νιτρώδεις | τα | νιτρώδη |
γενική | των | νιτρωδών | των | νιτρωδών | των | νιτρωδών |
αιτιατική | τους | νιτρώδεις | τις | νιτρώδεις | τα | νιτρώδη |
κλητική | νιτρώδεις | νιτρώδεις | νιτρώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νιτρώδης < ελληνιστική κοινή νιτρώδης < αρχαία ελληνική νίτρον ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nitreux[1] ή αγγλική nitrous[1])
Επίθετο[επεξεργασία]
νιτρώδης
- (χημεία) που έχει σχέση με το άζωτο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) νιτρώδη: τα άλατα του νιτρώδους οξέος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 νιτρώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)