νομισματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νομισματικός < νομισματ- (< νόμισμα) + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /no.mi.zma.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /no.mi.zma.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /no.mi.zma.tiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]νομισματικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με το νόμισμα είτε ως μέσο συναλλαγών είτε ως αντικείμενο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- νομισματοδέκτης
- νομισματοθήκη
- νομισματοκοπείο
- νομισματοκοπία
- νομισματολογία
- νομισματοπώλης
- νομισματοσυλλέκτης και νομισματοσυλλέκτρια
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- νομισματική ανάλυση
- νομισματική ζώνη
- νομισματική κρίση
- νομισματική πολιτική
- νομισματικό απόθεμα
- νομισματικό σύστημα