ξιφολόγχη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksi.fɔ.ˈlɔn.çi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξιφολόγχη θηλυκό
- μικρό ξίφος που προσαρμόζεται πάνω ή κάτω από την κάννη ενός τουφεκιού πριν από μια έφοδο ή μάχη σώμα με σώμα