οιστρηλατημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οιστρηλατημένος η οιστρηλατημένη το οιστρηλατημένο
      γενική του οιστρηλατημένου της οιστρηλατημένης του οιστρηλατημένου
    αιτιατική τον οιστρηλατημένο την οιστρηλατημένη το οιστρηλατημένο
     κλητική οιστρηλατημένε οιστρηλατημένη οιστρηλατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οιστρηλατημένοι οι οιστρηλατημένες τα οιστρηλατημένα
      γενική των οιστρηλατημένων των οιστρηλατημένων των οιστρηλατημένων
    αιτιατική τους οιστρηλατημένους τις οιστρηλατημένες τα οιστρηλατημένα
     κλητική οιστρηλατημένοι οιστρηλατημένες οιστρηλατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.stɾi.la.tiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐στρη‐λα‐τη‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

οιστρηλατημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]